8/30/2007

Νάντια Βαλαβάνη

Η Νάντια Βαλαβάνη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 16 Αυγούστου 1954.
Είναι συγγραφέας και οικονομολόγος, πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (τότε ΑΣΟΕΕ) και υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, μεταφράστρια και σε ασφαλιστική εταιρεία, ενώ από το 1996 μέχρι το 2005 ήταν διευθύντρια ξενοδοχείου στην Κρήτη (Σταλίδα Ν.Ηρακλείου).
Είναι παντρεμένη με τον δικηγόρο Δήμο Τσακνιά και έχουν ένα γιο και μια κόρη.
Μαθήτρια στο Ηράκλειο Κρήτης κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, μαζί με φίλες της πραγματοποίησαν αυθόρμητες δραστηριότητες ενάντια στο καθεστώς.
Από τον Ιανουάριο του 1973 συμμετείχε στο οργανωμένο μαζικό και παράνομο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στην Αθήνα μέσα από την Αντι-ΕΦΕΕ και την ΚΝΕ.
Πρωτοετής φοιτήτρια, συνελήφθη το Φεβρουάριο του 1974 μαζί με άλλα στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ και μετά από 5μηνη παραμονή υπό ανάκριση σε συνθήκες απομόνωσης στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, παραπέμφθηκε σε δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών κατηγορούμενη κυρίως για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Αφέθηκε ελεύθερη από τις Φυλακές Κορυδαλλού μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974.
Αντιπρόεδρος του πρώτου μεταδικτατορικού ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών ΑΣΟΕΕ, πήρε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο της ΕΦΕΕ και εκλέχτηκε μέλος του πρώτου Εθνικού Συμβούλιου της (Ιούνιος 1975).
Συμμετείχε σε όλους τους μεταπολιτευτικούς κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες και χρημάτισε μέλος του ΚΣ και του Γραφείου της ΚΝΕ και αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Έχει συμμετάσχει ως στέλεχος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ σε πολλά συνέδρια και αποστολές στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ και στη Μέση Ανατολή.
Αποχώρησε από το ΚΚΕ το 1989 διαφωνώντας με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Έκτοτε παραμένει ανέντακτη στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Από χρόνια μελετά το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σχετικά σημειώματα και δοκίμια της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά και επιστημονικά ελληνικά και διεθνή περιοδικά.
Έχει συμμετάσχει σε διεθνή Συμπόσια και ημερίδες για τον Μπρεχτ, ανάμεσα στα οποία και στο κεντρικό γεγονός για τα 50 χρόνια από το θάνατο του, που οργάνωσε η Διεθνής Ένωση για τον Μπρεχτ το 2006 στην γενέτειρα του, το Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας, με θέμα «O Μπρεχτ και ο θάνατος», με ανακοίνωση της για τα διδακτικά θεατρικά έργα.
Είχε την ιδέα, οργάνωση και επιμέλεια του βιβλίου Μπέρτολτ Μπρεχτ – Κριτικές προσεγγίσεις (Στάχυ 2002 και Πολύτροπο 2004), μιας διεθνούς έκδοσης με δοκίμια για τον Μπρεχτ, ένα δικό της και 15 γνωστών ειδικών, πανεπιστημιακών από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά και μεγάλων καλλιτεχνών, όπως η Γκιζέλα Μάι και οι τότε βοηθοί σκηνοθέτες του Μπρεχτ στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, Μ. Βέκβερτ και Κ. Βέμπερ. Το βιβλίο έχει συμπεριληφθεί ως διδακτικό εγχειρίδιο στη βιβλιογραφία μαθημάτων στα Τμήματα Θεατρολογίας των Πανεπιστημίων Αθηνών, Πατρών και Θεσσαλονίκης.
Έχει μεταφράσει ποιήματα του Μπρεχτ (Σύγχρονη Εποχή), δύο βιβλία με διηγήματα του (Καστανιώτης), το διδακτικό θεατρικό έργο Η εξαίρεση και ο κανόνας (Ομάδα Σύγχρονης Τέχνης του Γιάννη Καλατζόπουλου, θεατρική σεζόν 1998-1999), καθώς και λογοτεχνικά και παιδικά βιβλία (εκδόσεις Καστανιώτη και Πατάκη).
Τον Νοέμβριο του 2006 ανέβασε σε συνεργασία με γνωστούς καλλιτέχνες (Τάσος Καρακατσάνης, Τάκης Τζαμαριάς, Μαρία Δημητριάδη, Κάτια Γέρου, Στέλιος Μάινας, Κωστής Ρασιδάκις κ.α.), στο θέατρο «Ιλίσια» την παράσταση λόγου και μουσικής Σκέφτομαι σημαίνει αλλάζω, μια παραγωγή του ΣΥΝ για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Μπρεχτ.
Επίσης οργάνωσε και ανέβασε μια μουσική παράσταση-διάλεξη για τη μουσική των Κουρτ Βάιλ και Χανς Άισλερ με τίτλο Έρευνα για το αν ο άνθρωπος τον άνθρωπο βοηθά στους Δήμους Παλαιού Ψυχικού, Ηρακλείου και Νέας Μάκρης (Δεκέμβριος 2006 έως Ιούνιος 2007) και ένα αφιέρωμα στο διεθνές κι ελληνικό εργατικό τραγούδι με τίτλο Ψωμί και τριαντάφυλλα για το Δήμο Ελληνικού την Πρωτομαγιά 2007.
Το μυθιστόρημα της Οι εσπερινοί επισκέπτες, διηγήματα, ποιήματα (ανάμεσα τους δύο ατομικές ποιητικές συλλογές, Τέλος Εποχής, Καστανιώτης και Στην πόλη της μακριάς προσμονής, Δελφίνι), αφηγήματα και δοκίμια έχουν εκδοθεί σε ατομικές και συλλογικές εκδόσεις από τους εκδοτικούς οίκους Κάλβο, Καστανιώτη, Δελφίνι, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Στάχυ, Οδηγητής, Πολύτροπο. Βρίσκονται επίσης στην Ανθολογία κρητικής ποίησης 1950-2007 (Συμπόσιο Ποίησης / Ταξιδευτής) και στα περιοδικά ΟΥΤΟΠΙΑ, Διαλεκτική, Ρεύματα, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης και Ελί-τροχος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στη Γιουγκοσλαβία (Μάιος 1999) κυκλοφόρησε το λεύκωμα της «Ο απαραίτητος πόλεμος», αφισέτες με κολάζ και ποιητικά σχόλια.
Βραδιές για την ποίηση της έχουν οργανωθεί, μεταξύ άλλων, στα Φεστιβάλ Σύμης (1998) και Ηρακλείου (1999).
΄Αρθρα της έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ και στις εφημερίδες της αριστεράς Η ΕΠΟΧΗ, Η Κυριακάτικη ΑΥΓΗ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
Είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου, του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων της Αντίστασης 1967-1974, της Διεθνούς Αμνηστίας και της IBS (Διεθνής Ένωση για τον Μπρεχτ).

Δήλωση

Αποφάσισα ν΄ αποδεχτώ την πρόταση του Αλέκου Αλαβάνου να είμαι υποψήφια με το Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ως ανένταχτη. Για μένα είναι μια σημαντική στιγμή, γιατί από το 1989 συνειδητά απέφυγα να έχω οποιαδήποτε κομματική ένταξη ή δραστηριότητα, χωρίς όμως ποτέ να σταματήσω την πολιτική μου δράση, κυρίως με το γράψιμο μου και με τη συμμετοχή μου στις κινητοποιήσεις του μαζικού και πολιτικού κινήματος.
Όντας όλο αυτό το διάστημα υπέρμαχος της ευρύτερης δυνατής ενότητας της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την απόκρουση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη διεθνή ειρήνη και στα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζόμενων και της νέας γενιάς, ως προϋπόθεση για μια άλλη πορεία, από τη βαρβαρότητα στην απελευθέρωση, της κοινωνίας και του κόσμου που ζούμε, λυπάμαι που η ενότητα αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί σ΄ όλη την αναγκαία της έκταση.
Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σημερινή του σύνθεση και με τις προγραμματικές του διακηρύξεις κι εφόσον οι γραμμές του παραμένουν ανοικτές για την ισότιμη συνεργασία και των υπόλοιπων ρευμάτων και ανένταχτων προσώπων αυτής της Αριστεράς, όταν και εφόσον το θελήσουν, αντιπροσωπεύει την πιο προωθημένη, μέχρι σήμερα, πραγμάτωση ενός τέτοιου αριστερού συνασπισμού.
Στη δυνατότητα που μου δόθηκε να επιλέξω οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια, επέλεξα το ψηφοδέλτιο της ιδιαίτερης πατρίδας μου, στο Ηράκλειο Κρήτης. Πριν απ’ όλα επειδή αποτελεί για μένα τιμή να υποβληθώ στην κρίση των ανθρώπων της περιοχής που γεννήθηκα και όπου πέρασα όχι μόνο τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας. Μπορώ επίσης σήμερα ν΄ ανταποκριθώ μ΄ αυτό τον τρόπο και στην πραγματικά τιμητική πρόσκληση παλιότερων και νεότερων φίλων και συντρόφων της αριστεράς της πόλης εδώ και πολλά χρόνια.
Η επιλογή μου αυτή αποτελεί επιπλέον έμπρακτη στήριξη της απόφασης του Προέδρου του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς να θέσει υποψηφιότητα σε εκλογική περιφέρεια στην οποία θα εκλεγεί μόνο εφόσον υπάρξει σημαντική αύξηση των ποσοστών της ριζοσπαστικής Αριστεράς: Αυτή η αύξηση είναι απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση των αγώνων των εργαζομένων και της νεολαίας.

Τρίτη, 21 Αυγούστου 2007

8/28/2007

Κυριακάτικη Αυγή στις 26 / 08 / 2007

Αριστερά και πολιτισμός

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ

Να ξεκινήσουμε από την υποψηφιότητα σας: Ποιοι λόγοι σας ώθησαν να αποδεχτείτε την πρόταση του Αλέκου Αλαβάνου να είστε υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ; Σχεδόν 20 χρόνια ήσασταν ανένταχτη!

- Πάντα όμως στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Και ήμουν σταθερά υπέρμαχη της ευρύτερης δυνατής ενότητας στη δράση της. Και σήμερα είμαι κομματικά ανένταχτη, εντάσσομαι όμως στο συγκεκριμένο εγχείρημα ενότητας και κοινής δράσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σημερινή του σύνθεση, τις προγραμματικές δηλώσεις του και τον τρόπο λειτουργίας του μπορεί να μην ενσωματώνει ακόμα αυτό που χρειάζεται σ΄ όλη του την έκταση, αντιπροσωπεύει όμως την πιο προωθημένη μέχρι σήμερα πραγμάτωση ενός τέτοιου αριστερού συνασπισμού. Θα πρέπει βέβαια να τον αντιμετωπίσουμε ως ένα εγχείρημα υπό εξέλιξη, που απαιτεί φροντίδα και που η τύχη του, συμπεριλαμβανόμενης κι αυτής της εκλογικής μάχης, θα κρίνεται καθημερινά. Φυσικά, προϋπόθεση για την εξέλιξη του αποτελεί το να παραμείνουν ανοιχτές οι γραμμές του για την ισότιμη συνεργασία και των υπόλοιπων μεγαλύτερων ή μικρότερων ρευμάτων και ανένταχτων προσώπων αυτής της Αριστεράς, όταν και εφόσον το θελήσουν.

- Συμμερίζεστε την ιδέα ότι ένας διαφορετικός ηλεκτρισμός διαπερνά τώρα το σώμα της Αριστεράς; Ή μήπως αυτή αποτελεί απλώς τον ευσεβή μας πόθο;

- Δε θα ήθελα να ωραιοποιήσω την κατάσταση. Όμως θα ήμασταν τυφλοί αν δε βλέπαμε ότι πράγματι κάτι έχει αλλάξει, κι ότι αυτό το κάτι μπορεί να δημιουργήσει ή και δημιουργεί μια νέα δυναμική μέσα στον κόσμο. Λίγο-πολύ όλοι όσοι ενταχθήκαμε στη μάχη των εκλογών αυτές τις μέρες συναντούμε ανθρώπους που έρχονται σ΄ επαφή μαζί μας δηλώνοντας ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που έκαναν μια τέτοια κίνηση. Πιστεύω ότι πρόκειται για σκεπτόμενους ανθρώπους, ότι δεν είναι ένας ενθουσιασμός της στιγμής. Και βέβαια τo ζητούμενο είναι στις υπολειπόμενες μέρες της σύντομης προεκλογικής περιόδου αυτή η κίνηση να μετατραπεί σε ρεύμα.

- Θεωρείτε δηλαδή ότι η πολιτική συμφωνία οργανωμένων και ανένταχτων δυνάμεων της αριστεράς μπορεί ν΄ αποτελέσει θετική ρωγμή και στο δικό της κέλυφος, να μετατραπεί σε ουσιαστικό βήμα ενότητας;

- Πριν ένα μήνα σε μια εκδήλωση τιμής με αφορμή τα 80 χρόνια του Ευτύχη Μπιτσάκη ο Ρούντι ο Ρινάλντι είπε από το βήμα ότι ο ίδιος και η οργάνωση του έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή και συνεργασία με ρεύματα της Αριστεράς με τα οποία στο παρελθόν δεν είχε καμιά σχέση. Αυτό πιστεύω ότι ισχύει και για μένα και για μεγάλο τμήμα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Αν στο παρελθόν οι διάφορες συνιστώσες του είχαν μεταξύ τους κάποια σχέση, αυτή δεν έβγαινε έξω απ’ τα όρια της πολεμικής. Εννοώ λοιπόν ότι όλοι μας έχουμε την ανάγκη να μάθουμε να συνδιαμορφώνουμε μια κουλτούρα ουσιαστικού διαλόγου. Στη θέση αυτού που κυριαρχούσε και σε μεγάλο βαθμό κυριαρχεί και σήμερα στην αριστερά, μιας κουλτούρας ελέγχου του άλλου, είτε πρόκειται για άλλο ρεύμα είτε για το διπλανό μας σύντροφο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύω ότι αποτελεί ένα όχι ασήμαντο βήμα στην κατεύθυνση αυτού που χρειαζόμαστε, στο να μάθουμε να στήνουμε πραγματικό αυτί σ΄ αυτό που λέει ο άλλος. Όχι μόνο για να του «απαντήσουμε» με το άγχος της επιβολής με κάθε κόστος της άποψης μας, αλλά και με την ανησυχία μήπως σε κάτι έχει δίκιο, μήπως σε κάτι το λάθος το κάνουμε εμείς. Κοιτάξτε την σημερινή κατάσταση της αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ΄ ολόκληρο τον κόσμο. Στο εργατικό κίνημα έχει σημειωθεί πολύ σημαντική πρακτική υποχώρηση, ενώ τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση αποτελούν μεγάλες ελπίδες, αλλά δεν είναι σε θέση από μόνα τους ν΄ απαντήσουν στις απαιτήσεις της πάλης για την απόκρουση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Όσο για τα μεγάλα ζητήματα θεωρίας και πολιτικής, είναι τα περισσότερα ανοιχτά. Σ΄ αυτές τις συνθήκες λοιπόν, η κατάκτηση μιας τέτοιας κουλτούρας δεν αποτελεί πολυτέλεια, είναι αντίθετα επείγουσα ανάγκη. Απ’ αυτή την άποψη το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ θ΄ αποτελέσει μέτρο και κριτήριο περισσότερο για τη δική μας ωριμότητα στα αιτήματα των καιρών παρά για την ωριμότητα των κοινωνικών δυνάμεων που καλούμε να πάρουν μέρος και να το στηρίξουν κάνοντας το δική τους υπόθεση.

- Κάνουμε πάντα λόγο για το στημένο παιχνίδι του δικομματισμού. ΄Εχει η αριστερά μερίδιο ευθύνης για τον πολιτικό καθωσπρεπισμό, την υποταγή στην αβρότητα και τους καλούς τρόπους που προωθεί το σύστημα;

- O δικομματισμός επιτελεί ένα συγκεκριμένο ρόλo. Τη χειραγώγηση της δυσαρέσκειας των εργαζόμενων και της νεολαίας, εφευρίσκοντας οδούς όσο γίνεται ανώδυνων διαφυγών. ‘Eτσι ώστε αυτή η δυσαρέσκεια να μη μετατρέπεται σε δύναμη πάλης για την αλλαγή των πραγμάτων κι οι άνθρωποι να παραμένουν πολιτικά εγκλωβισμένοι. Με όλη τη γκάμα στην ποικιλία των μορφών που παίρνει ο δικομματισμός στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, έχει μετατραπεί στο εργαλείο που εξασφαλίζει τ’ ότι ο οδοστρωτήρας της νεοφιλελεύθερης επίθεσης εμφανίζεται ως μονόδρομος. Χρησιμοποιεί γι΄ αυτό όλα τα μέσα στη διάθεση του συστήματος. Τις υπερεθνικές ρυθμίσεις, αλλά και το κράτος στον οικονομικό και κατασταλτικό του ρόλο - το κράτος το θέλει μικρότερο μόνο ως προς τις κοινωνικές λειτουργίες του. Κι αυτό το κάνει σε στενό συντονισμό με τους πανίσχυρους ομίλους των μμε και προπαντός με την εργοδοσία στους μεγάλους τόπους δουλειάς του ιδιωτικού τομέα. Σ΄ αυτές τις συνθήκες η αριστερά δε μπορεί να μιλά σαν αριστερός τεχνοκράτης που επιχειρεί να κάνει αποδοτικότερη ή πιο ανθρώπινη τη διαχείριση μιας υπόθεσης που θυσιάζει τον άνθρωπο στον βωμό του κέρδους. Σήμερα ακόμα ερευνούμε το πως μπορεί ν΄ αρθρωθεί ένας πραγματικός αριστερός αντίλογος στη λαίλαπα που σάρωσε σχεδόν τα πάντα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο πολιτικός καθωσπρεπισμός βοηθά μόνο στην αποδοχή της αριστεράς και κυρίως των στελεχών της, στις δημόσιες σχέσεις τους με τους «πάνω». Ταυτόχρονα υψώνει ακόμη ψηλότερα τείχη ανάμεσα στην αριστερά και στη λαϊκή της βάση, τους εργαζόμενους και τη νέα γενιά.

- Κατά τη γνώμη σας, πως θα πρέπει να μιλήσουμε πραγματικά ώστε να υπονομευθούν ουσιαστικά οι «αυτοδυναμίες»;

- Παλιότερα οι δρόμοι προσέγγισης της αριστεράς με τους εργαζόμενους και τη νεολαία περνούσαν μέσα από τη λεγόμενη «πολιτική των αποκαλύψεων» της πραγματικής εικόνας της ζωής και του κόσμου. Η αριστερά επιχειρούσε να διαρρήξει το παραπέτασμα του επιφαινόμενου και να δημιουργήσει ρωγμές στις διάφορες μορφές ψευδούς συνείδησης. Εργαλείο της, η οργάνωση της πάλης για τα προβλήματα των λαϊκών ανθρώπων σε συνδυασμό με τη θεωρητική δουλειά. Για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να πειστούν για την πραγματικότητα και για την πραγματική τους κατάσταση «από την ίδια τους την πείρα», όπως έλεγαν γενιές ολόκληρες αριστερών.

Και σήμερα χρειάζεται να καταφέρουμε «να πειστούν οι εργαζόμενοι από την ίδια τους την πείρα», δεν υπάρχει κατά κανόνα άλλος δρόμος για την αυτοσυνείδηση. Μπορούν όμως πλέον οι αποκαλύψεις να είναι το βασικό εργαλείο γι΄ αυτό; Υπάρχει ένας νέος συνδυασμός: Μια άνοδος του γενικού μορφωτικού και πολιτιστικού επίπεδου των εργαζόμενων - και ιδιαίτερα των νέων – παράλληλη με τη στροφή του συστήματος, μέσω της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης του, σε καταστάσεις απροκάλυπτης εκμετάλλευσης τους. Ενώ ταυτόχρονα οι ελίτ του πλούτου και της πολιτικής επιδεικνύουν πολύ πιο ακομπλεξάριστα απ’ ότι στο παρελθόν ένα τρόπο ζωής που δεν τηρεί ούτε τα βασικά προσχήματα. Σ΄ αυτές τις συνθήκες μειώνονται δραστικά τα περιθώρια ψευδαισθήσεων για την πραγματική κατάσταση της ζωής μας. Ο σημερινός πολυπτυχιούχος άνεργος ή η «αριστοκρατία» της νεολαίας που αποτελεί η λεγόμενη «γενιά των 700 ευρώ» - αυτοί οι προνομιούχοι της πλήρους απασχόλησης, όταν η τάση είναι για συνεχή αύξηση της «γενιάς των 300 έως 450 ευρώ», της γενιάς της flexicurity - δε χρειάζεται την αριστερά για να συνειδητοποιήσει την κατάσταση του. Την αριστερά τη χρειάζεται για να τον πείσει ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι αδιέξοδη, ότι η αποσάθρωση της ζωής του δεν είναι νομοτελειακή, ότι η παθητικότητα και το κυνήγι των ατομικών λύσεων δεν είναι μονόδρομος. Το μεγάλο στοίχημα σήμερα για την αριστερά είναι να πείσει ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν συλλογικές λύσεις. Απ’ αυτή την άποψη βρισκόμαστε σήμερα πιο πίσω κι απ’ τον 19ο αιώνα. Ας σκεφτούμε μόνο ότι στις ΗΠΑ την Πρωτομαγιά του 1886, με τα συνδικάτα στις εμβρυικές τους μορφές, ανταποκρίθηκαν και κατέβηκαν σε απεργία “μέχρι να καθιερωθεί το 8ωρο” 500.000 άνθρωποι ταυτόχρονα σ΄ όλη τη χώρα… Αρχές 21ου αιώνα κι εποχή της παγκοσμιοποίησης και του “παγκόσμιου χωριού” από την άποψη της πληροφόρησης, με το 8ωρο να καταστρατηγείται παντού και προς τα πάνω και προς τα κάτω, σε ποιες χώρες θα μπορούσε να οργανωθεί μια τέτοια κινητοποίηση;

Απ’ αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο ότι και η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και η προσέγγιση αποστασιοποιημένων ανθρώπων αλλά και νέων μαζί του συνοδεύτηκε από την άνοδο των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος. Απ’ τ’ ότι η αριστερά στις πιο διαφορετικές μορφές κι εκφράσεις της κατάφερε να πείσει τα τελευταία δύο χρόνια ένα σημαντικό τμήμα ανθρώπων, νέων αλλά και μεγαλύτερων, ότι οι αγώνες μπορούν (και πάλι) να φέρουν αποτελέσματα.

Αριστερά και τέχνη

- Αριστερά και πνευματικότητα, αριστερά και τέχνη ήταν κάποτε συνώνυμες έννοιες. Τι γίνεται σήμερα;

- Yπήρξε μια πολύ σημαντική παγκόσμια παράδοση, τα πιο ανήσυχα πνεύματα μέσα απ’ τις αναζητήσεις τους να διασταυρώνονται με τις ιδέες της Αριστεράς. Απ’ αυτή τη συνάντηση προέκυπτε μια αλληλεπίδραση που γονιμοποιούσε ιδέες, έργα τέχνης κι ανθρώπους. Η ίδια η τέχνη “μεγάλωνε” τόσο ώστε στο πλαίσιο της να χωράει, με ή όχι ουτοπικό τρόπο, δεν έχει σημασία, η ιδέα της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Η καλλιτεχνική δημιουργία απελευθερωνόταν απ’ τ’ ασφυκτικά όρια της “τέχνης για την τέχνη” και πάλευε να συναντηθεί με το κοινό της. Οι καλλιτέχνες κατρακυλούσαν από τους κάθε λογής Παρνασσούς για να προσγειωθούν μέσα στη ζωή που πάντα, μίζερη ή εκτυφλωτική, είναι πολύ πιο συναρπαστική απ’ την οποιαδήποτε ιδεατή μούσα. Πολλοί απ’ αυτούς συστρατεύονταν με την αριστερά όχι μόνο μέσα απ’ το έργο τους, αλλά και με όλη τη ζωή τους. Ενώ στο κίνημα της αριστεράς το εγχείρημα για γνώση και αυτοσυνείδηση μπολιαζόταν με την αισθητική της απόλαυσης.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σημαντικά ρεύματα του μοντερνισμού συναντήθηκαν με την αριστερά, με το εργατικό, επαναστατικό κίνημα. Στη Γαλλία και στο Μεξικό αυτή η συνάντηση σφράγισε το έργο και τη ζωή μερικών από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στον κόσμο κι άλλαξε ριζικά τις παραδοχές μας στις εικαστικές τέχνες. Στη Γερμανία, πάλι, μ΄ εμβληματικές φιγούρες της τέχνης της Δημοκρατίας της Βαιμάρης τον Μπρεχτ, τον Γκρος, τον Ντιξ και τον Χάρτφιλντ, τον Βάιλ και τον Άισλερ, υπήρξε μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών με ένα συλλογικό όραμα για την τέχνη και την κοινωνία. Ανασυνθέτοντας σε μεγάλο βαθμό ιδέες κι επιδράσεις απ’ το εξωτερικό, ιδιαίτερα της ρωσικής πρωτοπορίας, χρησιμοποιώντας ως όχημα όλες τις καλλιτεχνικές ανακαλύψεις όλων των κινημάτων του μοντερνισμού και κάνοντας χρήση ό,τι νεότερου τεχνολογικού μέσου, δημιούργησαν, στα λίγα χρόνια μέχρι να τα σαρώσει όλα η ναζιστική λαίλαπα, ένα νέο ρεαλισμό που άφηνε μεγαλύτερα περιθώρια στη φαντασία και την ουτοπία. Αυτή η γενιά μετακίνησε σ’ ένα νέο, πολύ ευρύτερο και λιγότερο προσωπικό επίπεδο, το κίνημα του μοντερνισμού, το οποίο για πρώτη φορά άρχισε ν΄ αποκτά ακροατήριο μέσα στις λαϊκές μάζες. Ενώ την περίοδο της οχταετίας κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση η ρωσική πρωτοπορία σ΄ όλους τους τομείς της τέχνης, από το θέατρο, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο μέχρι τη λογοτεχνία και σ΄ όλες τις εκφάνσεις της, από τους κυβοφουτουριστές και τους σουπρεματιστές – ο Μάλεβιτς ήθελε μάλιστα να ιδρύσει και πολιτικό κόμμα της τέχνης! – μέχρι τους κονστρουκτιβιστές, συναντήθηκε με το επαναστατικό εργατικό κίνημα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης. Αποτέλεσμα, πέρα απ’ όλα τ΄ άλλα, η παραγωγή σε μια κατεστραμμένη χώρα, εκείνα τα λίγα χρόνια, ό,τι πιο προωθημένου στον κόσμο σχεδόν σε κάθε τομέα της τέχνης.

Αυτή η παράδοση εδώ στην Ελλάδα ανέδειξε τόσους σημαντικούς καλλιτέχνες από το μεσοπόλεμο, την Αντίσταση και τον εμφύλιο μέχρι τα χρόνια του ανώμαλου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος.

Αυτή είναι η παράδοση που, όχι μόνο στην Ελλάδα, σχεδόν διακόπηκε πλήρως: Απτό αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής αντεπίθεσης από το τέλος της δεκαετίας του ’70. Μέσα σε πλαίσιo εμπορευματοποίησης των πάντων και πλήρους υποταγής του λόγου στην εικόνα, ιδιαίτερα την τηλεοπτική, η τέχνη σε μεγάλο βαθμό αναλώθηκε στο να δημιουργεί για τη διαφήμιση κατ΄ αναλογία μιας θραυσματικής κι αποξενωμένης σύλληψης της πραγματικότητας. Ενώ η σχέση του καλλιτέχνη με την πολιτική συρικνώθηκε στο ρόλο του φορέα του λεγόμενου πολιτικά ορθού.

Ξέρουμε ότι σήμερα σ’ όλο τον κόσμο έχει ξεκινήσει μια πορεία αντίστροφης μέτρησης, συνάντησης και πάλι του έργου και του καλλιτέχνη με τη ζωή και τις ανάγκες της. Αυτό αντανακλάται πια στα σημαντικότερα πολιτιστικά γεγονότα. Από την επιστροφή στη διερεύνηση των αναζητήσεων των αρχών του περασμένου αιώνα, που εξέφραζε η μεγάλη έκθεση για το μοντερνισμό πέρυσι στο Λονδίνο, μέχρι τη μεγάλη διεθνή εικαστική έκθεση πέρυσι το καλοκαίρι στο Μόναχο με δημιουργίες αποκλειστικά μετά το έτος 2000 και τίτλο «Επιστροφή στην εικόνα» ή το έντονα πολιτικό φετεινό Φεστιβάλ θεάτρου της Αβινιόν. Στην Ελλάδα επίσης η καλλιτεχνική μήτρα φαίνεται και πάλι να γίνεται γόνιμη. Για να γεννήσει όμως χρειάζονται και οι συνθήκες: Να δυναμώσουν τα κινήματα αλληλένδετα με μια μεγάλη ενωτική και ριζοσπαστική αριστερά.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή στις 26 / 08 / 2007

Έθνος 28 / 08 / 200 7

Μπροστά στην καταστροφή

Ενώ το ολοκαύτωμα συνεχίζεται, οι άνθρωποι που έχασαν τα πάντα αντιμετωπίζουν ήδη τ’ αποκαϊδια της επόμενης μέρας. Η ζωή τους θα χωρίζεται στο πριν και στο μετά. Πριν και μετά την καταστροφή.

Μπορούν άραγε να δοθούν απαντήσεις για την επόμενη μέρα αποσπασμένες απ΄ το γιατί φτάσαμε ως εδώ;

Το χέρι που κατάστρεψε τη ζωή τους ανήκει ολοφάνερα κυρίως σ’ όσους επιχειρούν να μετατρέψουν κάθε γωνιά της Ελλάδας σε real estate. Οι πολιτικές ευθύνες, όμως, ανήκουν στην κυβέρνηση: Όταν επιχειρούσε την αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 παρ.3 του Συντάγματος ή όταν έφερνε στη Βουλή το νομοσχέδιο για αναστολή των κατεδαφίσεων των αυθαιρέτων σε δάση, δεν καταλάβαινε ότι ήταν σαν να απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση; Ας αφήσει λοιπόν τα υπονοούμενα περί “ασύμμετρων απειλών”. Τα Εξάρχεια πήραν τα βουνά; Πολιτικά κόμματα καίνε τη χώρα για να κερδίσουν τις εκλογές; Έλεος!

Μέσα στο γενικό χάος, καθώς άνθρωποι αβοήθητοι αναζητούσαν “το κράτος” που έλειπε, αποκαλύφθηκε τι αφορά το σύνθημα-σημαία του νεοφιλελευθερισμού “λιγότερο κράτος”: Αποκλειστικά τις λειτουργίες που εξυπηρετούν την κοινωνική οργάνωση της ζωής των πολλών.

Η χρόνια εγκατάλειψη των υποδομών στην ύπαιθρο, η έλλειψη συστήματος πρόληψης και η υποχρηματοδότηση, σε μεγάλο βάθος χρόνου, του μηχανισμού πυρόσβεσης, με τους ελάχιστους μόνιμους και εποχιακούς πυροσβέστες να διακινδυνεύουν τη ζωή τους για ψίχουλα, κάποια στιγμή θα έφτανε σε οριακό σημείο. Αυτό δείχνει και η διεθνής εμπειρία από την εφαρμογή της ίδιας πολιτικής: Έτσι προέκυψε η καταστροφή της Νέας Ορλεάνης από τον τυφώνα Κατρίνα, η κατάρρευση της γέφυρας στις ΗΠΑ, τα πολύνεκρα σιδηροδρομικά ατυχήματα στη Βρετανία.

Η προφανής ανικανότητα να οργανωθεί ακόμα και ο ύπνος των νέων εσωτερικών μεταναστών, προδιαθέτει για την προοπτική τους: Bίαιος ξεριζωμός του αγροτικού πληθυσμού, ερήμωση κι εγκατάλειψη σημαντικού τμήματος της ζωντανής ελληνικής υπαίθρου, προλεταριοποίηση, άνεργοι στις πόλεις. Και οι ηλικιωμένοι;

Οι συγγενείς των νεκρών, οι τραυματίες, οι άνθρωποι που έχασαν το σπίτι τους και τα μέσα για να ζήσουν, δε χρειάζονται ούτε την κρατική ελεημοσύνη ούτε την ιδιωτική φιλανθρωπία. Χρειάζονται ουσιαστικού, κι όχι επικοινωνιακού χαρακτήρα μέτρα, ικανά ν΄ αποτρέψουν αυτή την προοπτική: Χρειάζονται πίσω τη ζωή τους…

Αυτό προϋποθέτει ν΄ αλλάξουν οι προτεραιότητες. Το κράτος ν΄ αναλάβει προγράμματα αποκατάστασης ανάλογα μ΄ αυτά παλιότερων εποχών, με βάση όμως τις σύγχρονες ανάγκες: Ένα μεγάλο δικό του οικιστικό πρόγραμμα στα καμένα, χάρισμα των αγροτικών χρεών, χορήγηση άτοκων δανείων μεγάλης περιόδου χάρητος, εισόδημα μέχρι να ξανακαρπίσουν οι καινούργιες καλλιέργειες.

Φαίνεται ουτοπικό μέσα στη μίζερη λογική των «πακέτων» και των «χρηματοδοτικών πρωτόκολλων»; Δύσκολο να το προσδοκά κανείς από οποιαδήποτε κυβέρνηση του δικομματισμού. Σε μια εποχή που φαντάζουν φοβερά τα κάποτε αυτονόητα, μπορεί ν΄ αποτελέσει μόνο πλαίσιο διεκδίκησης και πάλης. Των ίδιων, αλλά κι όλων εμάς που χάσαμε ένα κομμάτι του τόπου μας και δε θέλουμε να χάσουμε και τον υπόλοιπο.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος την Τρίτη, 28 / 08 / 200 7

ΠΑΤΡΙΣ 28 / 08 / 2007

Ξεκινώ να γράφω αυτό το άρθρο Κυριακή απόγευμα, με τον τηλεοπτικό δέκτη ανοιχτό στα τελευταία νέα από το ολοκαύτωμα, σωστά πολεμικά ανακοινωθέντα. Δεν ξέρω αν μέχρι να δημοσιευτούν τούτες οι γραμμές θα έχει γίνει δυνατόν να μπει τέρμα στην καταστροφή. Επειδή όμως κάποια στιγμή θ’ αρχίσουμε να μετράμε και πάλι τη ζωή μας, όχι μόνο οι άνθρωποι που έχασαν τα πάντα, αλλά και μεις οι υπόλοιποι που χάσαμε ένα μεγάλο ζωντανό κομμάτι της χώρας μας, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις.

Πρώτον: Το χέρι που κατάστρεψε μέχρι στιγμής τη μισή Πελοπόννησο ανήκει ολοφάνερα κυρίως σε πολύ μεγάλα συμφέροντα, σ’ αυτούς που επιχειρούν να μετατρέψουν κάθε πράσινη γωνιά στην Ελλάδα σε real estate. Η γη στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η μόνη αξία του ανεβαίνει σταθερά και δε μπορεί να είναι τυχαίο τ’ ότι απ’ τα καμμένα θα περάσει η Ιονία Οδός. Η κυβέρνηση ν΄ αφήσει τα υπονοούμενα περί “ασύμμετρων απειλών”, των Εξαρχείων που πήραν τα βουνά ή πολιτικών κομμάτων που καίνε τη χώρα για να κερδίσουν τις εκλογές. Ακόμα δεν μας εγκατέλειψε η κοινή λογική.

Δεύτερον: Το ολοκαύτωμα αυτό είχε σχεδόν προαναγγελθεί. Όταν η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρούσε την αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 παρ.3 του Συντάγματος ή όταν έφερνε στη Βουλή το νομοσχέδιο για αναστολή των κατεδαφίσεων των αυθαιρέτων σε δάση, δεν γνώριζε άραγε ότι ήταν σαν να απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση στους εμπρηστές;

Τρίτον: Ακούμε πλάι στις κραυγές «καιγόμαστε!» ως μόνιμη επωδό το “που είναι το κράτος;” Οι άνθρωποι προσπαθώντας μόνοι και αβοήθητοι να σβύσουν τις φλόγες που καταπίνουν τα πάντα, μάταια αναζητούν την κρατική παρουσία εκεί ακριβώς που το κράτος είναι απολύτως αναντικατάστατο. Κι έτσι αποκαλύπτεται η πραγματικότητα πίσω απ’ το σύνθημα-σημαία του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού για «λιγότερο κράτος»: Αφορά αποκλειστικά τις λειτουργίες του κράτους που εξυπηρετούν την κοινωνική οργάνωση της ζωής των πολλών.

Η χρόνια εγκατάλειψη των υποδομών στην ύπαιθρο, η έλλειψη συστήματος πρόληψης των πυρκαγιών και χρηματοδότησης των δασαρχείων και η υποχρηματοδότηση, σε μεγάλο βάθος χρόνου, του μηχανισμού πυρόσβεσης, που έχει μείνει με απαρχαιωμένα μέσα κι ελάχιστους μόνιμους και εποχιακούς πυροσβέστες που χωρίς στοιχειώδη εξάρτηση διακινδυνεύουν τη ζωή τους για ψίχουλα, κάποια στιγμή θα έφτανε σε οριακό σημείο.

Η πολιτική αυτή δεν αποτελεί ελληνική πατέντα: Είναι η ίδια που ευθύνεται για την καταστροφή της Νέας Ορλεάνης από τον τυφώνα Κατρίνα, για την πρόσφατη κατάρρευση της γέφυρας στις ΗΠΑ παρά τις προειδοποιήσεις ότι 700 γέφυρες είναι επικίνδυνες λόγω χρόνιας υποχρηματοδότησης της συντήρησης τους ή για τα πολύνεκρα σιδηροδρομικά ατυχήματα στη Βρετανία. Όπου μετά την ιδιωτικοποίηση τους επί Θάτσερ σταμάτησε ουσιαστικά η συντήρηση και ανανέωση του σιδηροδρομικού δικτύου.

Τέταρτον: Η κυβέρνηση ανάγγειλε σήμερα ένα πακέτο άμεσων μέτρων κι ένα δεύτερο, «μέτρων επόμενης μέρας». Το πρώτο είναι πακέτο ελεημοσύνης, ενώ το δεύτερο αποτελεί επανάληψη των μέτρων που εξαγγέλλονται μετά από κάθε μεγάλη πυρκαγιά, π.χ. της Πεντέλης ή της Πάρνηθας. Οι βίλες στα καμένα κι η καινούργια πολιτεία στην Πεντέλη αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα του…

Οι συγγενείς των νεκρών, οι τραυματίες, οι χιλιάδες άνθρωποι που έχασαν το σπίτι τους και τα μέσα για να εξακολουθήσουν να ζουν στην ελληνική ύπαιθρο, δε χρειάζονται την κρατική ελεημοσύνη των τριών συντάξεων ή τριών επιδομάτων ανεργίας. Ούτε προσδοκούν από εργαζόμενοι, αξιοπρεπείς άνθρωποι να καταλήξουν αντικείμενα της επίδειξης της φιλανθρωπίας των πλουσίων.

Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να μην έχει καταλάβει την έκταση και τις συνέπειες της καταστροφής: Τίποτα δε θα είναι μετά όπως ήταν πριν. Δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να συλλάβει κανείς τις συνέπειες της: Ερήμωση κι εγκατάλειψη ενός σημαντικού τμήματος της ζωντανής ελληνικής υπαίθρου, όταν υποτίθεται ότι δίνονται κίνητρα για να κρατηθούν οι νέοι στα χωριά. Βίαιος ξεριζωμός των ανθρώπων απ’ τον τόπο τους, ακόμα και των γερόντων… Προλεταριοποίηση μέρους του αγροτικού πληθυσμού της Πελοποννήσου και της Εύβοιας, καθώς οι περισσότεροι απ’ τους ανθρώπους πάνω από 45-50 χρονών θα πυκνώσουν τις στρατιές των ανέργων στις πόλεις. Αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι που έχασαν τα πάντα δε φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση: Χρειάζονται πίσω τη ζωή τους…

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει το κράτος ν΄ αναλάβει αυτά που μπορούσε να κάνει σε παλιότερες εποχές, πριν ενσκήψει η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, αλλά στην έκταση και με τους ρυθμούς και με τα μέσα που απαιτούνται σήμερα: Μ΄ ένα μεγάλο οικιστικό πρόγραμμα, να χτίσει το ίδιο κατοικίες για να μην ερημώσουν τα καμένα χωριά. (Ποιος απ’ όσους έχουν χάσει τα πάντα, μαζί και τα μέσα προς το ζειν, και μάλιστα ηλικιωμένος, θα πάρει δάνειο απ’ τις τράπεζες – χωρίς εμπράγματη εγγύηση – για να ξαναχτίσει σπίτι στο χωριό;) Να χαρίσει τ’ αγροτικά χρέη στους πυρόπληκτους. Να χορηγήσει άτοκα δάνεια με μεγάλη περίοδο χάρητος μέχρις ότου οι καινούργιες καλλιέργειες αρχίσουν να δίνουν καρπό, μέχρις ότου να ξαναγίνουν τα κοπάδια.

Και βέβαια ν΄ αλλάξουν ριζικά οι προτεραιότητες. Να σταματήσει η ιδιωτικοποίηση των φιλέτων της δημόσιας περιουσίας. Να μπει φραγμός στην κατάρρευση, λόγω υποχρηματοδότησης, των έτσι κι αλλιώς αδύνατων κοινωνικών υποδομών. Να αναχαιτιστούν οι δασοκτόνες «μεταρρυθμίσεις», να προστατευτεί όχι στα λόγια μα στην πράξη, και με δασολόγιο, το δάσος που απέμεινε και το όλο περιβάλλον. Να υπάρξει το κράτος που χρειάζεται. Όχι το κράτος των τεράστιων στρατιωτικών εξοπλισμών και των πολυδάπανων νατοϊκών αποστολών σε ξένες πατρίδες, αλλά το κράτος για την παιδεία, την υγεία, τη λαϊκή στέγη, τον πολιτισμό, τις αναγκαίες για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής δομές. Το κράτος στην υπηρεσία των πολλών και όχι των λίγων.

Φαίνεται ουτοπικό μέσα στη μίζερη λογική των «πακέτων» και των «χρηματοδοτικών πρωτόκολλων» στην οποία μας έχουν εθίσει; Δεν το επιτρέπει ίσως η Ε.Ε.; Έρχεται σ΄ αντίθεση με την πολιτική του δικομματισμού;

Συμφωνώ ότι δε μπορούμε να περιμένουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα από οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση προκύψει μέσα απ’ το σύστημα του δικομματισμού. Σε μια εποχή που έχουν ξεχαστεί και φαντάζουν φοβερά αυτά που κάποτε ήταν αυτονόητα, όταν σε διεθνές επίπεδο το συμβόλαιο που υποτίθεται ότι είχε υπογράψει το κράτος με το λαό έχει πεταχτεί στον σκουπιδοντενεκέ, ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί ν΄ αποτελέσει μόνο πλαίσιο διεκδίκησης και πάλης. Πάλης των ίδιων των ανθρώπων που άμεσα τους αφορά, πάλης κι αλληλεγγύης όλων εμάς που χάσαμε ένα κομμάτι του τόπου μας και δε θέλουμε να χάσουμε και το υπόλοιπο. Για να μη ζήσουν τα παιδιά μας σε μια Ελλάδα τσιμεντωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη, όπου το μόνο πράσινο θα ’ναι το γκαζόν στις βίλες και τα μόνα νερά, αυτά που γεμίζουν τις πισίνες.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ την Τρίτη, 28 / 08 / 2007